Ο όρος ‘παραμύθι’ δεν σηματοδοτούσε πάντα είδος λογοτεχνίας κατάλληλο αποκλειστικά για παιδιά. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένας πρόσφατος διακανονισμός, που προέκυψε από την ικανότητα της αλληγορικής φύσης του παραμυθιού να περνάει ηθικά διδάγματα. Εντούτοις, η ιστορία του παραμυθιού ξεκινάει από αρχαιοτάτων χρόνων ως τρόπος διασκέδασης, με στοιχεία σάτιρας – πολλές φορές πρόστυχου περιεχομένου –, τραγωδίας ή ακόμα και τρόμου. Τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων διασκευών είναι ότι έχουν στερεότυπη αρχή («μια φορά κι έναν καιρό»), χαρούμενο τέλος, και συχνές συναισθηματικές περιγραφές, που εμπλουτίζουν και φορτίζουν τη διήγηση. Αντίθετα, οι περιγραφές στα Ελληνικά, παραδοσιακά παραμύθια είναι λακωνικές.
Επίσης, οι ιστορίες συνήθως αρχίζουν και τελειώνουν απότομα, χωρίς σαφή οριοθέτηση ηθικού διδάγματος. Η βασική διαφορά, όμως, μεταξύ των σύγχρονων και των παλιών παραμυθιών είναι ο τρόπος διήγησης και μεταφοράς. Σήμερα, οι διάφορες εκδοχές είναι καταγεγραμμένες και συνήθως διαβάζονται στους ακροατές, χωρίς ιδιαίτερη ευθύνη στη ευφράδεια του αναγνώστη.
Αντίθετα, μισό αιώνα πριν, οι ιστορίες μεταφέρονταν προφορικά και η βαρύτητά τους βρισκόταν στη διακριτική ευχέρεια του κάθε παραμυθά. Συνεπώς, ενώ το βιβλίο αποδίδει ένα παραμύθι στηριζόμενο στη γνώση ενός μόνο δεινού συγγραφέα, ο κάθε εμπειρικός παραμυθάς στηρίζεται σε διαφορετικά επιφωνήματα, ποικίλα μεταφορικά σχήματα, τον ιδιαίτερο τόνο της φωνής, την κίνηση κι αν είναι δυνατόν, τον σχολιασμό βάσει κοινών βιωμάτων με τους ακροατές του[1]. Πολλές φορές, η ιστορία αλλάζει ανάλογα με τη διάθεση είτε του παραμυθά είτε των ακροατών κι η αυτοσχέδια αλληλεπίδραση των δύο είναι απαραίτητη. Συνεπώς, ένα γνωστό και χιλιοειπωμένο μύθευμα παύει να είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο στο στόμα του παραδοσιακού παραμυθά. Είναι εύλογο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι τα παραμύθια της προφορικής παράδοσης που αντλούμε από κάθε περιοχή αντιπροσωπεύουν λαογραφικά ντοκουμέντα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Τα παραμύθια που συλλέχθηκαν από τη Στενή αποτελούν θησαυρό λαογραφικών συμπερασμάτων. Εμπεριέχουν πραγματικά βιώματα, εξ' ου και οι επεξηγήσεις είναι συχνές σε ακροατές που δεν ανήκουν στη γενιά των παλιών κύκλων των παραμυθάδων. Εντούτοις, δε διευκρινίζεται πάντα η ταυτότητα του ομιλητή μέσα στο παραμύθι· σ' αυτό παίζει μεγάλο ρόλο η αλλαγή στη χροιά της φωνής του παραμυθά. Η γλώσσα είναι απλή, αλλά ιδιάζουσα. Καταλήξεις και φωνήεντα συχνά παραβλέπονται, πολλές φορές το ‘ο' γίνεται ‘ου', ενώ ο τόνος είναι γλαφυρός και γεμάτος ζωντάνια. Επομένως, εκτός από τη λογοτεχνική αξία των ιστοριών, η χρήση της γλώσσας σηματοδοτεί το χαρακτήρα της διήγησης. Γι' αυτό το λόγο, τα παραμύθια θα παρατεθούν όσο το δυνατό πιο κοντά στον αυθεντικό τρόπο διήγησης της Μαρίας Ντούρμα-Μυτάκη, χάρη στης οποίας την πολύτιμη βοήθεια, την υπομονή και την αγάπη έγινε δυνατή η συλλογή των Στενιώτικων παραμυθιών
[1] Όταν ο ακροατής δεν ανήκει στον κύκλο των γνωστών, οι επαναλήψεις κι οι επεξηγήσεις είναι συχνές. Όταν οι ακροατές είναι γνωστοί, πολλές φορές δίνονται επιπρόσθετες πληροφορίες γύρω από τα δευτερεύοντα στοιχεία, για παράδειγμα: «Έτσι το 'παθε το κουριτσ' όπως η κόρη της Ταδε»...
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ:http://www.dirfys.gr/index.php/index.php…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.