Ιακωβιδης Γεωργιος – Παιδικη συναυλια

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

"Μαριονετίστας

"Μαριονετίστας" - Volodia Popov - 1961 - αφηρημένος ζωγράφος, γεννημένος στο Michurinsk της Ρωσίας - ζει στο Παρίσι.

 

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΨΑΛΩΝ ΣΤΥΡΩΝ

ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΨΑΛΩΝ ΣΤΥΡΩΝ



Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του Χρόνου για βγείτε, δείτε, μάθετε που ο Χριστός γεννιέται γεννιέται κι’ αναθρέφεται με μέλι και με γάλα το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες και το μελισσοχόρταρο το τρώνε οι κυράδες. Ανοίχτε τα σεντούκια σας τα κατακλειδωμένα και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγγί σας. Αν είστε από τους πλούσιους φλουριά μη τα λυπάστε, αν είστε από τους δεύτερους τάλλαρα και δραχμίτσες κι’ αν είστε απ’ τους πεντάφτωχους ένα ζευγάρι κότες και σας καληνυχτίζουμε πέστε να κοιμηθείτε ολίγον ύπνον πάρετε και ευθύς να σηκωθείτε στην εκκλησιά να τρέξετε μ’ όλη την προθυμία και του Χριστού ν’ ακούσετε την Θεία λειτουργία. Και του Χρόνου και εις έτη πολλά.
(Χ. Μητραπέτρου Ιστορικά και Λαογραφικά της Καρυστίας -1990- σελ 129- 130).
Όταν τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα δεν έμεναν ευχαριστημένα από το νοικοκύρη, ή όταν δεν τους άνοιγαν την πόρτα, τα λόγια ήταν σκωπτικά: Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες

μέρες, άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν…”

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Χριστούγεννα

Χριστούγεννα Χριστούγεννα σιμώνουν μεγάλη εορτή χαρά σ’ όλο τον κόσμο χαρά σ’ όλη τη γη. Στο δέντρο του Χριστού μας ολόχαρα παιδιά εμπρός ας τραγουδούμε μ’ αγάπη στην καρδιά.
Χριστούγεννα Έξω φυσά ο άνεμος σωρός είναι το χιόνι κρύο πολύ και τσουχτερό τη γη την περιζώνει. Μα ξάφνου μέσα στη νυχτιά γλυκά χτυπά η καμπάνα «Χριστός γεννάται σήμερον» φωνάζει και η μάνα. Κι

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Η ΠΕΤΡΟΣΟΥΠΑ

Η ΣΟΥΠΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ 

Ήταν λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, σε ένα μικρό χωριό. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να κλείνονται στα σπίτια τους, να ετοιμάζουν γιορτινά τραπέζια, να στολίζουν και να σκέφτονται τι δώρα θα ανταλλάξουν. Ένα απόγευμα, έφτασε στο χωριό ένας ξένος. Ήταν κουρασμένος, παγωμένος, φορούσε ένα παλιό παλτό και έσερνε πίσω του ένα καρότσι με την πραμάτεια του. Χτύπησε την πρώτη πόρτα και είπε: - «Καλή σας μέρα. Μήπως έχετε λίγο φαγητό;» Η νοικοκυρά κοίταξε το άδειο καλάθι της και απάντησε: - «Δυστυχώς, δεν περισσεύει τίποτα…» Και του έκλεισε ευγενικά την πόρτα. Το ίδιο συνέβη και στο δεύτερο σπίτι, και στο τρίτο. Οι άνθρωποι δεν ήταν κακοί, μόνο φοβισμένοι ότι δεν έχουν αρκετά. Ο ξένος δεν παραπονέθηκε. Πήγε στην πλατεία, έβγαλε από το καρότσι του ένα παλιό, αλλά καθαρό σιδερένιο καζάνι, έβαλε μέσα λίγο νερό και άναψε μια μικρή φωτιά. Έπειτα έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό, λείο βότσαλο και το έριξε μέσα. Οι χωριανοί τον παρατηρούσαν από τα παράθυρά τους. Ένας παππούς πλησίασε διστακτικά. - «Τι κάνεις εκεί, ξένε;» - «Φτιάχνω την περίφημη… σούπα από βότσαλο!!! Θέλει μόνο νερό, φωτιά… και αυτό το θαυματουργό βότσαλο. Βέβαια, αν είχα ένα μικρό κομμάτι καρότο, θα γινόταν ακόμη πιο νόστιμη». Ο παππούς γύρισε σπίτι, έφερε ένα καρότο. Ο ξένος το έκοψε και το έριξε μέσα. Η μυρωδιά άρχισε να αλλάζει. Ήρθε μια γυναίκα: - «Αν σας έφερνα λίγο κρεμμύδι, ίσως να γίνει πιο νόστιμη…» Κι έφερε ένα κρεμμύδι. - «Ξένε, μια πατάτα θα βοηθούσε;» ρώτησε ένας νεαρός. -«Θα την έκανε υπέροχη!» Και πρόσθεσαν πατάτες. Με την ώρα, ντροπαλά, διστακτικά, οι χωριανοί έφερναν ό,τι είχαν: λίγο λάδι, λίγα φασόλια, λίγο ρύζι, ένα κομμάτι κρέας. Κανείς μόνος του δεν είχε αρκετά υλικά για μία σούπα. Μα όλοι μαζί είχαν παραπάνω από αρκετά. Το καζάνι σιγόβραζε και η μυρωδιά γέμισε την πλατεία. Ο ξένος χαμογέλασε και είπε: - «Βλέπετε; Το βότσαλο κάνει θαύματα… όταν οι καρδιές ανοίγουν». Όταν η σούπα ήταν έτοιμη, μοιράστηκε σε όλους. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να έφαγε μόνος του εκείνο το βράδυ. Γύρω από τη φωτιά, άνθρωποι που πριν ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους γελούσαν μαζί, μοιράζονταν ιστορίες, ζέσταιναν όχι μόνο το σώμα αλλά και την καρδιά. Ένα μικρό κορίτσι πλησίασε τον ξένο και του είπε: - «Κύριε, πού θα πάτε τώρα; Θέλετε να μείνετε στο σπίτι μας;» Ο ξένος της χαμογέλασε: - «Ευχαριστώ, μικρή μου. Αλλά υπάρχουν κι άλλα χωριά που περιμένουν να μάθουν το μυστικό της σούπας από βότσαλο.» Τότε ένας χωρικός τον ρώτησε: -«Πες μας… το βότσαλο είναι στ’ αλήθεια θαυματουργό;» Ο ξένος πήρε το βότσαλο, το σήκωσε στο φως της φωτιάς. Ήταν απλό, σαν όλα τα άλλα. - «Το θαύμα δεν είναι στο βότσαλο,» είπε. «Το θαύμα είναι όταν ο ένας προσφέρει στον άλλον. Μια καρδιά κλειστή δεν χορταίνει ποτέ. Μια καρδιά ανοιχτή γεμίζει την πλάση.» Οι χωριανοί συγκινήθηκαν. - «Τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο για να στολίζουμε τα σπίτια μας», συνέχισε. «Είναι για να στολίζουμε τις ψυχές μας. Κι αυτό γίνεται με αγάπη, με προσφορά, με τη ζεστασιά ενός πιάτου φαγητού προς τον άλλον». Άφησε το βότσαλο μέσα στο καζάνι και ετοιμάστηκε να φύγει. Ο παππούς είπε τότε στους συγχωριανούς του: - «Το βότσαλο και το καζάνι θα μείνουν εδώ, για να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι κανείς δεν πρέπει να μένει πεινασμένος στο χωριό μας». Έτσι και έγινε. Κάθε χρόνο, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, οι χωριανοί έφτιαχναν όλοι μαζί μια μεγάλη σούπα και τη μοίραζαν σε όποιον είχε ανάγκη ξένο ή γνωστό, φτωχό ή πλούσιο, δεν είχε σημασία. Ο ξένος χάθηκε μέσα στο χιόνι. Κανείς δεν τον ξανάδε. Αλλά όλοι ήξεραν πως είχε αφήσει πίσω του κάτι πιο πολύτιμο από δώρα: Είχε αφήσει το πνεύμα της αληθινής χριστουγεννιάτικης αγάπης.